δαφνηφορικός

δαφνηφορικός
δαφνηφορικός, -ή, -όν (Α) [δαφνηφόρος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Απόλλωνα δαφνηφόρο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δαφνηφορικά, τα
άσματα προς τιμήν τού Απόλλωνος δαφνηφόρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δαφνηφορικά — δαφνηφορικός of neut nom/voc/acc pl δαφνηφορικά̱ , δαφνηφορικός of fem nom/voc/acc dual δαφνηφορικά̱ , δαφνηφορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνηφορικῶν — δαφνηφορικός of fem gen pl δαφνηφορικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνηφορικόν — δαφνηφορικός of masc acc sg δαφνηφορικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”